- ἐσκέπασε
- ἐσκέπᾱσε , σκεπάωcoveraor ind act 3rd sg (doric aeolic)σκεπάζωcoveraor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιτρινοβαμμένος — η, ο κίτρινος, ωχρός, χλομός («εσκέπασε τα μάγουλα τα κιτρινοβαμμένα», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek